Η ελιά αποτελεί τη βασική καλλιέργεια σε όλη την Κρήτη και στο νησί παράγεται ένα από τα καλύτερα και πιο φημισμένα ελαιόλαδα του κόσμου.
Το κρητικό ελαιόλαδο, μοναδικό σε θρεπτικά στοιχεία, πλούσιο σε άρωμα και γεύση και χαμηλό σε οξύτητα, αποτελεί τη βασική πηγή λίπους της κρητικής διατροφής. Η συλλογή του ελαιοκάρπου και η ελαιοποίηση είναι δραστηριότητα σχεδόν για κάθε Κρητικό. Η εποχή της συγκομιδής αρχίζει το Νοέμβρη και συνεχίζεται μέχρι το Φλεβάρη, ανάλογα το υψόμετρο, το οποίο είναι κυρίως ενδεικτικό για το βαθμό ωρίμανσης. Οι παραγωγοί ραβδίζουν τις ελιές και μαζεύουν τον καρπό τους σε δίχτυα που έχουν απλώσει από κάτω, ενώ τα δέντρα κλαδεύονται χαμηλά σε σχήμα ομπρέλας. Στη συνέχεια, οι ελιές μεταφέρονται στα ελαιοτριβεία, όπου πραγματοποιείται η σύνθλιψη και η εξαγωγή του ελαιολάδου.
Διάφοροι είναι και οι τρόποι με τους οποίους λειτουργούν τα εργοστάσια, κάποια έχουν ακόμη μυλόπετρες και πρέσες όπως τα παλιά χρόνια και πραγματοποιούν έτσι ψυχρή σύνθλιψη, άλλα λειτουργούν φυγοκεντρικά και άλλα με βελονισμό. Σε κάθε περίπτωση, η ποιότητα του κρητικού ελαιόλαδου είναι γνωστή σε όλο τον κόσμο γιατί το προϊόν που βγαίνει από τη σύνθλιψη της ελιάς δεν είναι βιομηχανικό, αλλά φυσικό, χωρίς εκχυλίσματα και βελτιωτικά πρόσθετα. Είναι ένα προϊόν που καλλιεργείται με φροντίδα και μεράκι και συσκευάζεται αγνό και φυσικό από επιχειρήσεις που δείχνουν το σεβασμό τους τόσο στο προϊόν όσο και στον ίδιο τον καταναλωτή.
Ντέμπλα
Εν αρχή, ήταν ο κλασσικός, πανάρχαιος τρόπος να μαζευτεί η ελιά, ήταν αυτός της ν τ έ μ π λ α ς.
Η ντέμπλα, ήταν ένα μακρύ ξύλο, γύρω στά 3 μέτρα, από λαίμαργους βλαστούς αγριελιάς, χαρουπιάς, ή λυγαριάς, και στήν ανάγκη από καλάμια μακρυά, αλλά τό καλάμι δέν ήταν ιδιαίτερης αντοχής.
Οι ντέμπλες έπρεπε νά ξεραθούν καλά να στεγνώσουν από τα υγρά, γιατί έτσι γινόταν ελαφρύτερες.
Μέ τό μακρύ λοιπόν αυτό ξύλο, η γνωστή σέ όλους» ντέμπλα», χτυπούσαν τά φορτωμένα μέ ελιές κλαριά τής χονδρολιάς, νά πέσουν οι ελιές κάτω.
Έπεφταν κάτω οι ελιές, καί στή συνέχεια οι εργάτες τίς μάζευαν »από χάμαι» (από χάμω), τίς έβαζαν στά καλάθια, καί από κει στά σακιά.
Η πιό πολύ χρήση τής ντέμπλας, γινόταν προς το τέλος τής συγκομιδής, πού έπρεπε οι ελιές νά »ξετσιτίσουν», δηλαδή να αποτελειώσουν.
Έτσι, ανέβαινε ένας πάνω στην ελιά, συνήθως άνδρας η παιδί, νά φτάσει τά πιο ψηλά κλαριά, και να »σείσει» αρχικά έναν έναν κλάδο, δηλαδή νά τόν κουνήσει δυνατά, καί μετά, ένα ξετσίτισμα μέ τήν τέμπλα, μέχρι νά πέσουν όλες κάτω στη γη, και από εκεί νά μαζευτούν,
Ειδικές για τη δουλειά αυτή ήταν οι »λιομαζώχτρες’΄
Γυναίκες πού έκαναν αυτή τη δουλειά μέ πληρωμή
Γνωστό πάνω σε αυτό, και το τραγούδι του Μουντάκη
Μυλωνάδες και μαζώχτρες
θα τα λέμε πότες πότες
κι αφορμή θα΄ν οι ελιές,
να ΄χουμε χρυσές δουλειές
Με αυτόν τον τρόπο μάζευαν γενιές και γενιές τις ελιές στην Κρήτη.
Χτενάκια και λινάτσες μη αντιανεμικές
Μετά βγήκαν τά πλαστικά χτενάκια. Οι πιο ευέλικτοι εργάτες, ανέβαιναν στο κάθε δένδρο χονδρολιάς, χτένιζαν τις ελιές όλες και έπεφταν κάτω και τις μάζευαν.
Πολύ κουραστική και δύσκολη δουλειά, το κέρδος ήταν ότι οι ελιές ήταν φρέσκες, άρα και το λάδι ήταν ποιοτικό.
Κάτω σε κάθε δένδρο, είχαν απλωθεί ειδικές λινάτσες για να πέφτουν [άνω οι ελιές.
Μεγάλο μειονέκτημα σε αυτές τις λινάτσες, ήταν πού δεν ήταν αντιανεμικές, και όταν φύσαγε αέρας, η συγκομιδή γινόταν δύσκολη, γιατί ο αέρας δίπλωνε τις λινάτσες και πέταγε πέρα τις ελιές,
Επίσης, αν τύγχανε να βραχούν αποκτούσαν μεγάλο βάρος.
Ένα διάστημα είχαν εφαρμοστεί τα χτενάκια και στις ψιλολιές.
Τελευταία μονάχα στα μικρά δένδρα.
Αυτός ο τρόπος δεν κράτησε πολύ στην Κρήτη.
Τα χτενάκια πήγαν στην αποθήκη σαν άχρηστα.
Κρητών Ελιά from georgios papadosifos georgiou on Vimeo.
Σκαντζόχοιρος
Ενα εντυπωσιακό στήν όψη εργαλείο, πού εφαρμόστηκε στή δεκαετία τού ’70, ήταν ο σκαντζόχοιρος.
Μεταλλικό εργαλείο με πολλές ρόδες, πού είχαν πάνω τους ψιλά καρφάκια.
Είχε δύο χερούλια που το έσπρωχνε ο χειριστής πάνω στίς πεσμένες ελιές.
Μέ τό νά περάσει ο σκαντζόχοιρος πάνω από τίς ελιές, τίς τρυπούσε μέ τά καρφάκια, καί τίς εγκλώβιζε μαζί μέ τα φύλλα, μέσα σέ ένα μικρό μεταλλικό κόσκινο.
Στή συνέχεια, όταν γέμιζε τό κόσκινο αυτό, τίς άδειαζαν σέ ένα άλλο κόσκινο, μεγαλύτερο.
Κρατώντας το μεγάλο κόσκινο ένα άτομο από τά δύο χερούλια στίς άκρες,, κοσκίνιζε τίς ελιές καί έπεφταν κάτω τά φύλλα.
Τίς καθαρές ελιές μετά τίς έβαζαν στά σακιά.
Οί αγρότες πίστευαν πώς μέ τήν πατέντα αυτή, είχαν πρόοδο στήν μείωση του χρόνου μαζέματος τής παραγωγής τους.
Βέβαια, ο σκαντζόχοιρος δέν πήγαινε σέ κακοτράχαλα εδάφη, μέ ανώμαλο υπέδαφος.
Πολλοί αγρότες πήγαιναν έγκαιρα, μέ μιά τσουγκράνα, εκαθάριζαν πολύ καλά τά ελαιόδενδρα από κάτω, καί έτσι ήταν εύκολες οι περαιτέρω εργασίες.
Ενώ η συγκομιδή είχε αυξηθεί ημερησίως, εν τούτοις το σύστημα είχε καί ένα ελάττωμα.
Από τήν τρύπια ελιά, έφευγε ένα μέρος από τό λάδι, και λάδωναν καί τά σακιά, καθώς καί τό σαμάρι του ζώου.
Ετσι ο παραγωγός είχε απώλεια λαδιού.
Ο σκαντζόχοιρος εφαρμόστηκε περίπου μιά πενταετία, καί πάλι τα συστήματα άλλαξαν.
Τό εργαλείο αυτό έγινε μουσιακό είδος, καί παραμένει άχρηστο κι αυτό στίς αποθήκες
Λινάτσες διάτρητες
Μιά νέα πατέντα η λινάτσα η διάτρητη, κι αυτή τή δεκαετία του ’80, έλυσε κάπως το πολύ σκύψιμο στό μάζεμα τής ελιάς από χάμω.
Ειδικά σκληρά διάτρητα σκληρά πλαστικά του εμπορίου αγοράζονταν και κοβόταν στά μέτρα τής ελιάς.
Κάθε παραγωγός, είχε μεγάλο αριθμό από ελαιόπανα, καί τά έστρωνε μονάχα στίς ελιές πού είχαν παραγωγή.
Τά ελαιόπανα αυτά, απλωνόταν πρίν αρχίσουν νά πέφτουν οι ελιές, δηλαδή κατά τόν Οκτώβρη.
Τά ελαιόπανα παρέμεναν κάτω από τήν ελιά, γιά όλη τή σαιζόν πού τά δένδρα είχαν ελιές.
Τώρα, κάθε πού ο αέρας έριχνε κάτω ελιές, πήγαινε ο γεωργός, σήκωνε τά ελαιόπανα, στά σακιά, καί στό εργοστάσιο.
Γιά να συντομεύει τό ρίξιμο τών ελιών, τίναζε καί τά κλαριά, ή χρησιμοποιούσε καί τή ντέμπλα.
Αυτή η δουλειά γινόταν τρείς έως τέσσερις φορές τήν ελαιοκομική σεζόν, μέχρι να τελειώσου
Οταν τέλειωνε η σεζόν, μαζευόταν ένα ένα τά ελαιόπανα, διπλωνόταν, καί ή τα άφηναν τά ίδια πάνω στό κάθε δένδρο, είτε τα πήγαιναν στό σπίτι στήν αποθήκη.
Καί αυτό όμως τό σύστημα, εφαρμόστηκε στίς μεγάλες ελιες, ή φράγκικες, όπως λέγονται.
Ελαιοραβδιστικα μέ αντιανεμικά ελαιόπανα
Το τελευταίο σύστημα, πού είναι καί επαναστατικό, τώρα καί μιά δεκαπενταετία, έχει πραγματική απόδοση, έχει κρατήσει αρκετά χρόνια, είναι τά ελαιοραβδιστικά μηχανάκια.
Αυτά είναι ένα σύστημα, πού αποτελείται από μιά βενζινοκίνητη γεννήτρια πάνω σέ ρόδες 12 ή 24 volt, πού μετακινείται ανάλογα πόυ θέλουμε νά ραβδίσουμε.
Περιλαμβάνει από μία έως τρεις »βέργες» με ένα αντίστοιχο μοτέρ στη βάση τους, πού τροφοδοτούνται από την γεννήτρια.
Τά μοτέρ στή βάση, δονούνται καί παράλληλα δονούν ένα ειδικό εξάρτημα στο πάνω μέρος τής βέργας, πού ρίχνουν τίς ελιές.Σύστημα πού εφαρμόζεται κυρίως στίς ψιλές ελιές, αλλά ενίωτε καί στίς χονδρολιές.
Το σύστημα περιλαμβάνει και διάτρητες λινάτσες νάιλον μαλακές πλέον και ελαφριές, πού στρώνονται σε όλα τα δένδρα πριν οι ραβδιστές αρχίσουν νά παίρνανε από όλα τά κλαριά μέ τίς βέργες.Αρχικά, εφαρμόστηκαν λινάτσες μή αντιανεμικές,Σιγά σιγά όμως ανακαλύφθηκαν λινάτσες ελαφριές διάτρητες, πού απλώνονται στή σειρά η μιά δίπλα στήν άλλη σέ όλα τά ελαιόδενδρα.
Αφού οι ελιές πέσουν κάτω μέ τό ράβδισμα, μετά απο τρία ή τέσσερα δένδρα, ανάλογα τήν ποσότητα, σταματάνε τά ραβδιστικά, καί οι εργάτριες, αφού διαλέξουν τά πολλά πολλά κλαριά, σωριάζουν στό κέντρο τής λινάτσας τίς ελιές, καί από εκεί τίς βάζουν στά σακιά.
Μέ τά νέα αυτά συστήματα, καί σέ συνδυασμό μέ τά υπερσύγχρονα εργοστάσια, πετυχαίνει ο παραγωγός αρίστης ποιότητας λάδι, οξύτητας 0,3 γραμμών, καί μέσα σέ δύο μέρες τό πολύ τρεις, δέν προλαβαίνουν νά μαζέψουν οξέα στά σακιά, τά οποία πλέον καί αυτά είναι σύγχρονα καί καθαρά.Ασφαλώς οι εφευρέτες δέν σταματούν νά εφευρίσκουν νέες μεθόδους, όπως τό τρακτέρ πού δονεί ολόκληρο τό δένδρο, καί οι ελιές πέφτουν μέ μιάς κάτω, αλλά οι εφευρέσεις αυτές δέν έτυχαν ευρείας αποδοχής.